χωρομετρώ

χωρομετρώ
χωρομετρῶ, -έω, ΝΑ [χωρομέτρης]
καταμετρώ εδαφικές εκτάσεις με τη χρήση κατάλληλων οργάνων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωρομετρώ — και χωρομετράω χωρομέτρησα, χωρομετρήθηκα, χωρομετρημένος, μετρώ χώρο με κατάλληλα όργανα, μετρώ εδαφικές εκτάσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρομέτρηση — η, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού χωρομετρώ, η καταμέτρηση γεωργικών εκτάσεων με την χρήση κατάλληλων οργάνων και την εφαρμογή συγκεκριμένων μεθόδων 2. χωρομετρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χωρομετρώ. Η λ., στον λόγιο τ. χωρομέτρησις, μαρτυρείται από… …   Dictionary of Greek

  • γεωδαιτώ — γεωδαίτησα, χωρίζω τη Γη, χωρομετρώ: Οι μηχανικοί γεωδαίτησαν την περιοχή όπου θα χτιζόταν ο νέος οικισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χωρομέτρηση — η η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χωρομετρώ, η καταμέτρηση του εδάφους με κατάλληλα όργανα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”